Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2012

Εκκλησία: το έθνος, η αιμομιξία και η κρίση


Εκκλησία: το έθνος, η αιμομιξία και η κρίση


Του Δημήτρη Γκιβίση

Μέσα σε αυτήν τη δημόσια συζήτηση σχετικά με την «εθνική προσπάθεια» για την σωτηρία της χώρας, θεωρώ ότι έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε πώς εξελίσσονται στην συγκυρία της κρίσης οι σχέσεις, συμβολικές και πραγματικές, μεταξύ του κράτους και ενός από τους βασικούς ιδεολογικούς μηχανισμούς του που εξασφαλίζουν την υποταγή στην κυρίαρχη ιδεολογία της αστικής τάξης: την εκκλησία της Ελλάδας, την εκκλησία της επικρατούσας θρησκείας σύμφωνα και με την στατιστική διαπίστωση του συντάγματος.


Η γλώσσα του έθνους

Προφανώς, επειδή οι ταυτίσεις είναι πάντα επικίνδυνες, αλλά και ξένες με την κουλτούρα της αριστεράς, δεν μπορώ να παραβλέψω ότι ο δημόσιος λόγος της εκκλησίας της Ελλάδας, όπως αυτός εκφέρεται από τον επικεφαλής της, είναι διαφορετικός από ό,τι ήταν επί Χριστόδουλου, γνωστού και ως Αρχιεπίσκοπου Κεραυνού σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό που είχε δώσει ο χουντικός Στόχος στον πρώην αρθρογράφο του. Σε γενικές γραμμές, ο Ιερώνυμος μέχρι σήμερα κινείται εντός ενός αποδεκτού, για την περίπτωση, πλαισίου, παρόλες τις συχνά αμφιλεγόμενες απόψεις του. Ενδεικτικές αυτών αναφέρω: «η οικογένεια είναι αυτή που βοηθά να ξεπεράσουμε την κρίση» [1], «η Ελλάδα βρίσκεται σε δύσκολη θέση, έχει όμως περάσει και άλλες κρίσεις, που τις ξεπέρασε με υπερηφάνεια και είμαστε αισιόδοξοι ότι θα ξεπεράσουμε και αυτή την κρίση», «καταδικάζουμε αυτές τις εκδηλώσεις, αλλά αυτό μας κάνει να συμπονούμε το λαό μας» (σημ: αναφέρεται στην διαμαρτυρία εναντίον του γερμανού πρέσβη την οποία χαρακτήρισε προηγουμένως ως ατυχές γεγονός) [2], «οι κρίσεις δεν γεννιούνται από μόνες τους, η πνευματική κρίση είναι αυτή που γεννά τις κρίσεις» [3].

Είναι προφανές, ότι ο αρχιεπίσκοπος μιλάει άπταιστα τη γλώσσα του έθνους. Στις δηλώσεις του προσέχει πάντα να μην κάνει την παραμικρή αναφορά στην (εκάστοτε) κυβέρνηση και την πολιτική της, ενώ αρέσκεται να καταφεύγει σε μια κλασική φιλολογία του τύπου «βρισκόμαστε υπό ξένη κατοχή, αλλά ενωμένοι με την μετάνοια και την προσευχή θα τα καταφέρουμε, όπως πάντα τα κατάφερνε το ένδοξο γένος των Ελλήνων». Παράλληλα, δεν παραλείπει να προβάλει μια ήπια εκδοχή του τρίπτυχου «πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», προσαρμοσμένη, κατ΄ αυτόν, στα δεδομένα της σημερινής εποχής, που όμως δεν αναπαράγει τίποτα περισσότερο από μια εκσυγχρονισμένη αναδίπλωση μέσα στα εθνικά όρια και σταθμά. Μια αναδίπλωση, που στην παρούσα φάση μπορεί να θεωρηθεί και ως έμμεση στήριξη, αν όχι ευλογία, της κυβερνητικής πολιτικής, αν συνυπολογίσουμε και την απουσία -από το λεξιλόγιό του- οποιασδήποτε αναφοράς στα σκληρά μέτρα που επιβάλλονται, στην κοινωνία που αντιστέκεται, κλπ.

Ο λόγος του ακούγεται επιτηδευμένα παρηγορητικός, επιδεικτικά ουδέτερος, μα σε συνθήκες ακραίας κοινωνικής πόλωσης η κάθε ουδετερότητα αποτελεί θέση. Δεν ξέρω αν είναι προτιμότερο να μην μιλάει κάποιος επικαλούμενος το διάβασμα, ή να μιλάει με έναν τρόπο σαν να κλείνει τα μάτια μπροστά στην πραγματικότητα. Ωστόσο, κάθε τέτοιο κλείσιμο αυτές τις μέρες είναι σιωπή, και η επιλογή του Ιερώνυμου φαίνεται ότι είναι σαφής: να κινείται αυστηρά εντός του πλαισίου της «εθνικής προσπάθειας», να λειτουργεί ως ένας ακόμα Ιεροφάντης της κυρίαρχης ιδεολογίας.

Η αιμομικτική σχέση

Αν όμως η στήριξη προς την κυβέρνηση είναι έμμεση, η ανταπόδοση έρχεται άμεσα, προκλητικά άμεσα. Χαρακτηριστικό είναι ότι σε μια περίοδο λιτότητας, ύφεσης και περικοπών, πολλά φορολογικά προνόμια της εκκλησίας παραμένουν ανέγγιχτα. Μπορεί ο αρχιεπίσκοπος μετά την προ διμήνου συνάντηση που είχε με τους Χατζηδάκη και Μηταράκη να δήλωσε ότι «θα προχωρήσουμε στην αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας για το καλό του λαού μας πάντοτε» [4], αλλά εκτός τού ότι αυτό το «πάντοτε» τρομάζει όταν ακούγεται από φορείς της εξουσίας, η ίδια η δήλωση δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Όχι μόνο γιατί ένας έμμισθος υπάλληλος του κράτους, ένας επαγγελματίας ιδεολόγος, είναι άστοχο να αναφέρεται στο «λαό του», αλλά γιατί το ζητούμενο είναι η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αν όχι η δήμευση και η απόδοσή της σε ακτήμονες και σε δημόσια χρήση.

Παράλληλα, παρόλο που οι κυβερνητικοί εταίροι επιδίδονται συνεχώς σε μειώσεις των δημοσίων δαπανών, το σκάνδαλο της κρατικής μισθοδοσίας του ορθόδοξου κλήρου συνεχίζεται, ενώ στη δημόσια συζήτηση περί διαθεσιμοτήτων, μετατάξεων, εθελουσίων εξόδων ή όπως αλλιώς λέγονται οι απολύσεις στη γλώσσα της ΔΗΜΑΡ, οι ρασοφόροι επιδεικτικά απουσιάζουν.

Στην ελληνική δημοκρατία του 2012, μπορεί τα σχολεία να μην έχουν καθηγητές και πετρέλαιο, μπορεί τα νοσοκομεία να μην έχουν νοσηλευτές και γάζες, αλλά οι σταθερές του έθνους παραμένουν ανέγγιχτες, αφού η κατήχηση, η εκμετάλλευση του φόβου και η ενοχοποίηση των επιθυμιών επιδοτούνται από το κράτος. Είναι μια ακόμα κατάρριψη του μύθου ότι το κράτος ταυτίζεται με το «δημόσιο».

Ενδεικτική είναι και η δήλωση του γενικού γραμματέα θρησκευμάτων του υπουργείου Παιδείας, και συμμετέχοντα στην πασοκογενή ομάδα των Νέων Μεταρρυθμιστών, Γιώργου Καλαντζή, που μας πληροφορεί ότι δεν συμφέρει να αναλάβει η εκκλησία την δαπάνη μισθοδοσίας γιατί θα μειώσει τις φιλανθρωπίες της [5]. Είναι προφανές, ότι η κάθε συζήτηση για τον περιορισμό των προκλητικών εκκλησιαστικών προνομίων αποτελεί ταμπού που δεν το αγγίζει κανείς, εξαιρουμένης της αριστεράς, σε κάποιο βαθμό. Ένα άβατο που βάζει η εκκλησία και η πολιτεία το αποδέχεται πλήρως, ενισχύοντας αυτήν την αιμομικτική σχέση μεταξύ μιας εκκλησίας που πολιτεύεται και ενός κράτους που θρησκεύεται. Ένα άβατο, για το οποίο η κρίση αποτελεί μια ακόμα ευκαιρία ισχυροποίησής του.

Η προβληματική προσπάθεια

Το τελευταίο διάστημα, παρατηρούμε μια δειλή λεκτική εναντίωση μέρους της εκκλησίας στην Χρυσή Αυγή, μια προσπάθεια ομολογουμένως ενδιαφέρουσα, καθώς είναι η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο από έναν θεσμό που στις τάξεις του υπάρχουν αρκετά σταγονίδια που έχουν ιδεολογική συγγένεια μαζί της (σημ: το «προνόμιο» δεν είναι αποκλειστικά εγχώριο, όπως έδειξε και ο ορθόδοξος μητροπολίτης Αργεντινής Ταράσιος, που είχε καταθέσει ως μάρτυρας υπεράσπισης του χρυσαυγίτη Περίανδρου στη δίκη για την δολοφονική επίθεση εναντίον του Κουσουρή).

Όμως παρά τις καλές της προθέσεις, θεωρώ ότι η προσπάθεια της εκκλησίας μέχρι σήμερα είναι προβληματική για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος είναι ότι απουσιάζει εντελώς η κάθε αυτοκριτική για τις σκοτεινές σκιές του παρελθόντος: όπως τον αντικομουνισμό της, την συνεργασία της με το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, το μετεμφυλιακό κράτος των εθνικοφρόνων και την δικτατορία των συνταγματαρχών, την άρνησή της να προχωρήσει στην αποχουντοποίηση, έστω αυτήν την ελάχιστη που έγινε στη δικαιοσύνη και στα πανεπιστήμια. Και ο δεύτερος είναι ότι δεν γίνεται να αναφέρεται γενικά εναντίον του ναζισμού, και συγχρόνως παίζοντας ένα παιχνίδι ισορροπιών στο εσωτερικό της να μην καταδικάζει ακραίους μητροπολίτες σαν τον Αμβρόσιο, που υμνούν την Χρυσή Αυγή λέγοντας ότι «αποτελεί γλυκιά ελπίδα για τον τόπο» [6].

Ωστόσο, παρόλο που πολλοί βλέπουν ως θετική εξέλιξη αυτήν την προσπάθεια της εκκλησίας, θεωρώ ότι είναι σημαντικό να δούμε και τις παραμέτρους που αφορούν τις αφετηρίες της. Απέναντι σε ένα υπαρκτό και σύνθετο φαινόμενο (ναζισμός, ρατσισμός, βία, κλπ) η εκκλησιαστική ρητορική απαντά με την προβολή μιας μονοσήμαντης φανταστικής και ψεύτικης θρησκευτικής πραγματικότητας -ως δεδομένης ή ζητούμενης, ενώ συγχρόνως ερμηνεύει τους τραμπουκισμούς ως μια αμαρτωλή συμπεριφορά. Έτσι, ο λόγος των ιεραρχών ακούγεται κυρίως σαν μια προσπάθεια προστασίας του οίκου τους, παραμονής του ποιμνίου μακριά από τον αλλόθρησκο «άλλο» που είναι και νεοναζί.

Η προβολή των ηθικών αξιών απέναντι στον ναζισμό είναι ένας λόγος κλεισίματος, ενίσχυσης του «μέσα», που στήνει οδοφράγματα στην κινητικότητα, στην πραγματική συμμετοχή σε ένα αντιρατσιστικό/ αντιφασιστικό μέτωπο. Μην ξεχνάμε, ότι ο Ιερώνυμος πρωτομίλησε εναντίον της νεοναζιστικής συμμορίας μετά τα γεγονότα στο Χυτήριο, όταν διαπίστωσε ότι αυτοί που κάποτε έγραφαν ότι ο χριστιανισμός είναι ο μπολσεβικισμός της αρχαιότητας (περιοδικό Χρυσή Αυγή, τεύχος 37, Ιούλιος 1988), εμφανίστηκαν υπέρμαχοι των χριστιανικών παραδόσεων για να καρπωθούν την σχετική υπεραξία.

Παράλληλα, αυτή η όψιμη εκκλησιαστική πρωτοβουλία φαίνεται σαν ένας mainstream αντιρατσισμός, που γίνεται γιατί η ιεραρχία ξέρει ότι συνάδει απόλυτα με το κλίμα της εποχής, αφού σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος τυπικά κινείται προς την ίδια κατεύθυνση. Η εκκλησία μοιάζει να εναντιώνεται στην Χρυσή Αυγή γιατί θεωρεί ότι ως ανήκουσα στον εθνικό κορμό, και όχι στο δημοκρατικό τόξο, πρέπει να επιτελέσει ένα ακόμα «εθνικό καθήκον». Όμως δεν έχει αντιληφθεί, και δεν είναι η μόνη, ότι ένα φαινόμενο που σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτείται (και) από τη φτώχεια, τους αποκλεισμούς και την απελπισία, δεν αντιμετωπίζεται προβάλλοντας απέναντί του μια κανονικότητα που εξ ορισμού είναι ανορθολογική.

Κλείνοντας αυτές τις σκέψεις, να προσθέσω και κάτι ακόμα, κάτι σαν μια «κεντρική ιδέα»: θεωρώ ότι η εκκλησία της Ελλάδας δεν έχει ως αφετηρία μια αντιρατσιστική/αντιφασιστική αντίληψη, που άλλωστε δεν έδειξε ποτέ να την έχει μέχρι σήμερα, αλλά την ανάγκη ταύτισης της με το εθνικό όλον. Εξού και το άνοιγμα που επιχειρεί προς την αριστερά [7]. Και οι όποιες «προοδευτικές» φωνές ακούγονται από το εσωτερικό της, μοιάζουν να είναι μια προσπάθεια για να διατηρήσει την πολιτική της εξουσία ασκώντας την ιδεολογική της ηγεμονία στην κοινωνία. Στο κοινωνικό όλον, που είναι και το ζητούμενο στις σημερινές συνθήκες της κρίσης.

Σημειώσεις

[1] http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=63740762
[2] http://www.briefingnews.gr/orthodoxy/item/38012
[3] http://www.voria.gr/index.php?module=news&func=display&sid=77837
[4] http://www.protothema.gr/greece/article/?aid=225966
[5] http://www.gkalantzis.gr/?p=1246
[6] http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=22768&subid=2&pubid=63730220
[7] http://www.tovima.gr/society/article/?aid=483317

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου