Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

Ένα, δυο, τρία, πολλά Πολυτεχνεία: Τίνος είναι;

Ένα, δυο, τρία, πολλά Πολυτεχνεία: Τίνος είναι;

Του Κλέαρχου Τσαουσίδη
Αναρωτιέμαι εδώ και χρόνια τι γίνεται με το Πολυτεχνείο, ως σύμβολο αγώνα, πώς το διεκδικούν για δικό τους ακόμη κι αυτοί που το κατήγγειλαν ως προβοκάτσια, τι σχέση έχουν όλα τα καραγκιοζιλίκια που βιώνουμε στα πέριξ, πού χωράει αυτή η χυδαία αντιπαράθεση συνθημάτων άνευ ιδεών, ποιοι φταίνε που η απόδοση τιμής σε ένα ανεπανάληπτο γεγονός κινητοποιεί πάσης φύσεως και χρώματος τραμπούκους.

Ζω κάθε χρόνο λίγη ώρα στο Πολυτεχνείο Θεσσαλονίκης, μέσα στο κτήριο του οποίου αφήνουμε κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, ένα λουλούδι στη μνήμη του μπροστάρη Θωμά Βασιλειάδη. Για να προσεγγίσουμε πρέπει να περάσουμε από ομάδες περιφρούρησης (από ποιους;), από face control, και για να αποχωρήσουμε να υποστούμε τις βρισιές και κατάρες διαφόρων πολύ αριστερών που βιώνουν έτσι το δικό τους Πολυτεχνείο.


Φαντάζομαι ότι τα ίδια συμβαίνουν στην Αθήνα, στην Πάτρα, στα Γιάννενα και αυτό ίσως να είναι και το μόνο κοινό σημείο του τότε με το σήμερα: η συνεννόηση. Μόνο που τότε γινόταν στο φτερό από ανθρώπους με ακάλυπτα πρόσωπα και με την αγωνία του ενδεχόμενου μακελειού. Τώρα είναι μια καλή ετήσια εκτόνωση που αν συνοδευτεί από την «κατάληψη» κτηρίων και κάποιες σπασμένες βιτρίνες στην πορεία, τότε οι καθοδηγητές απονέμουν τα εύσημα στους απρόσωπους.

Στα σχολεία, οι κουραστικές αφηγήσεις των τότε πρωταγωνιστών ή αυτών που μεταφέρουν από δεύτερο και τρίτο χέρι τα γεγονότα, συνήθως γίνονται δεκτές με χασμουρητά και απελπισία. Άσε που πολλά παιδιά έχουν δασκαλευτεί κι από τους γονείς ότι τίποτα δεν έγινε τότε, το 1973, ούτε είχε νεκρούς μέσα στο Πολυτεχνείο, και αν είχε απέξω ε ήταν κακιά στιγμή.

Κι όμως, κάθε χρόνο τέτοια μέρα με πιάνει ταραχή. Βλέπω τον Θωμά να μου χαμογελάει μέσα στην κλούβα, σκέφτομαι τον Πέτρο και τον Γιώργο που έσβησαν κι αυτοί αναπάντεχα, αλλά θυμάμαι και τους ακόμη ζωντανούς, την κόλαση στη Βαλαωρίτου και τις στιγμές χαλάρωσης στο Μεταγωγών.

Ήμουν τότε 26 χρόνων, νέος δηλαδή, αλλά το κατάλαβα το 1974, όταν έπεσε η χούντα. Οι απολογισμοί που κάναμε ήταν πάντα εξωραϊσμένοι, θετικοί, με ενωτικό κλίμα προπάντων. Κι ας τρωγόμασταν σαν τα σκυλιά με τις άλλες όχθες...

Αναρωτιέμαι: Άραγε είχαμε όλοι την αίσθηση της απελπισίας, νιώθαμε όλοι ότι «δεν πάει άλλο», μπήκαμε στο στόμα του λύκου πιστεύοντας ότι κάτι θα γίνει; Ήξερα την κατάληξη και νομίζω ότι το ίδιο συνέβαινε με πολλούς από τους 2.500 καταληψίες της Θεσσαλονίκης. Βλέπαμε πώς μαζεύονταν απέξω χαφιέδες και ασφαλίτες.

Δεν ξέρω αν μπορούμε να λέμε στα παιδιά μας, κάποιοι έχουν κι εγγόνια, «ήμουν κι εγώ εκεί». Η στρεψοδικία, οι διατεταγμένες μικρές εξουσίες, η δημοσιογραφική αλητεία κατάφεραν να περάσουν σε πολύ κόσμο την πεποίθηση ότι όσοι κλείστηκαν στα Πολυτεχνεία, το αξιοποίησαν δεόντως εκ των υστέρων. Κι ας λένε τα νούμερα το εντελώς αντίθετο.

Τι μου έμεινε; Η μανούλα μου, στο απέναντι πεζοδρόμιο από την Ασφάλεια, στη Βαλαωρίτου, να με περιμένει μες στα μαύρα μεσάνυχτα, παραμονές Χριστουγέννων, όταν «πήραμε χάρη». Δεν έκλαψε μπροστά τους, ήξερε από τις άλλες φορές. Πρώτη φορά είδα τα μάτια της να βγάζουν φωτιές. Μόνο όταν μας πήγε το ταξί στο σπίτι, τότε ξέσπασε...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου