Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2018

O κ. PISA κουνάει και πάλι το δάχτυλο στα σχολεία

O κ. PISA κουνάει και πάλι το δάχτυλο στα σχολεία
Χρήστος Κάτσικας
O διεθνής μαθητικός διαγωνισμός PISA (Pro­gram­me for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ (Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης) θα πραγματοποιηθεί και φέτος με τη συμμετοχή και της Ελλάδας, από τις 1 Μαρτίου 2018 έως και τις 30 Μαρτίου 2018. Συμμετέχουν υποχρεωτικά τα σχολεία που έχουν επιλεγεί. Ο διαγωνισμός αυτός γίνεται κάθε τρία χρόνια και η χώρα μας συμμετέχει από το 2000. Φορέας υλοποίησης για την Ελλάδα είναι το ΙΕΠ.

Tο ενημερωτικό κείμενο που στάλθηκε στα σχολεία αναφέρει: «Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.) έχει αναλάβει την ευθύνη διεξαγωγής της Διεθνούς Έρευνας PISA, που πραγματοποιείται υπό την αιγίδα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Η έρευνα διεξάγεται σε περισσότερες από 70 χώρες και διερευνά την ικανότητα εφαρμογής των γνώσεων και δεξιοτήτων των μαθητών στην επίλυση προβλημάτων της καθημερινής ζωής. Τα γνωστικά πεδία που διερευνώνται είναι τα Μαθηματικά, οι Φυσικές Επιστήμες, η Κατανόηση Κειμένου και η Συνεργατική Επίλυση Προβλήματος..., θα συμμετάσχουν 268 δημόσια και ιδιωτικά Γυμνάσια, Γενικά Λύκεια και Επαγγελματικά Λύκεια... Τα σχολεία αυτά έχουν επιλεγεί με τυχαία, στρωματοποιημένη δειγματοληψία (6500 μαθητές)».

Αξίζει να σημειωθεί πως για να συμμετέχει η χώρα μας σ' αυτόν τον διαγωνισμό, πληρώνει περίπου 400.000 € σε τρία χρόνια. Σ' αυτά περιλαμβάνονται οι δαπάνες για τα διάφορα σεμινάρια, από τους εγχώριους διαφημιστές του PISA, με σκοπό τη διασπορά της καλής του φήμης και την ενίσχυση της τεχνοκρατικής αντίληψης για την εκπαίδευση.

Αξίζει επίσης να θυμίσουμε ότι στο τεστ εκπαιδευτικής αξιολόγησης PISA 2015 η Ελλάδα βρέθηκε ως προς το κύριο αντικείμενό της, δηλαδή τις φυσικές επιστήμες, στην 32η θέση ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ ενώ αντίστοιχη είναι η θέση της χώρας και σε σχέση με τα δύο άλλα αντικείμενα που εξετάστηκαν μόνο δευτερευόντως (32η στα μαθηματικά και 31η στην κατανόηση κειμένου).

Εδώ το PISA... εκεί το PISA, τι είναι το PISA;

Θα μπορούσε να ρωτήσει κανείς: Πώς είναι δυνατόν, άραγε, να συγκρίνονται οι επιδόσεις 15χρονων μαθητών και να κατατάσσονται σε σειρά επιτυχίας, με εργαλείο ένα «εξεταστικό παράδειγμα» παγκόσμιας εμβέλειας, που παρακάμπτει τα σχολικά τους προγράμματα και αγνοεί τις συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες των επιμέρους χωρών-μελών;

Ο Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας με εργαλείο το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών/-τριών PISA πρωτοστατεί στην πολιτική επιτήρησης, συμμόρφωσης, πιστοποίησης «εκπαιδευτικών προϊόντων» και «εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και ανταγωνισμού. Πολύ εύστοχα ο Πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος επισημαίνει ότι ο ΟΟΣΑ, με «συμβουλευτικές εκθέσεις», εμπορεύεται εμπειρογνωμοσύνη για την άσκηση πολιτικής και στην εκπαίδευση.

Οι βασικοί του πολιτικοί και ιδεολογικοί άξονες κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.

Ο Γιώργος Μαυρογιώργος τονίζει ότι το PISA εισβάλλει, ως άλλος επιθεωρητής, στα σχολεία δυο φορές (πιλοτική-βασική) στα τρία χρόνια. Με τα δοκίμια αξιολόγησης προωθεί συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, το μαθητή, κ.ά., και υποδηλώνει ένα σύστημα αρχών, αντιλήψεων και επιλογών που προβάλλουν (και ως ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής δια­δικασίας.
Πού στοχεύει τελικά το PISA;

Ε, λοιπόν, τι άλλο συνιστά αυτή η λειτουργία του PISA παρά μια συγκεκριμένη μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία; Αυτή η εξέλιξη, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες του ανοίγει τις προϋποθέσεις για εκχώρηση του ελέγχου της ίδιας της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης στους ορισμούς της ενιαίας υπερεθνικής και αυστηρά συγκεντρωτικής «επιθεωρητικής» του εξουσίας. Τόσο οι χώρες που κατακτούν τα πρωτεία όσο κι αυτές που προσδιορίζονται από το σύνδρομο της τελευταίας θέσης, ανταγωνίζονται με κοινό σημείο αναφοράς το «εξεταστικό παράδειγμα» PISA.

Αυτό σημαίνει ότι η όλη υπόθεση έχει εξελιχθεί ήδη σε ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με επιλογή των ίδιων των κυβερνήσεων. Φανταστείτε, κυνηγώντας την πρωτιά, η «προαιρετική» συμμετοχή να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών συστημάτων σε φροντιστήρια διεθνούς πατέντας για τη συμμετοχή στο PISA! Βέβαια, η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, έχει επεκταθεί δραματικά σε όλα τα πεδία της υποτιθέμενης εθνικής κυριαρχίας. Η εκπαίδευση δε θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση.

Δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Αν οι συνταγές του Ο.Ο.Σ.Α και της Ε.Ε. στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός PISA στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Χέρι – χέρι ο διεθνής διαγωνισμός PISA επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά του (μέσα από τον έλεγχο των αναγνωστικών, μαθηματικών και φυσικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Στην πράξη οι στόχοι του προωθούν αντί της γνώσης τη δεξιότητα. Για να πάει καλά μια χώρα στο διαγωνισμό πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.

Και στο δια ταύτα:

Όπως γίνεται κατανοητό, η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις χρησιμοποιείται ως τεκμήριο από όποιον θέλει να κατακεραυνώσει συνολικά τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους, ενώ παράλληλα υφαρπάζουν τη συναίνεση της κοινής γνώμης για τη νομιμοποίηση των κυρίαρχων πολιτικών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου